ηπειρογενετικός

ηπειρογενετικός
-ή, -ό
ο αναφερόμενος στη γεωλογική γένεση τών ηπείρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. epeirogenetic < ēpeiros (πρβλ. ήπειρος) + genetic (πρβλ. γενετικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηπειρογενετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δημιουργία των ηπείρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”